μώριος

μώριος
μώριος, ,
A = μανδραγόρας ἄρρην, Dsc.4.75.2, Plin.HN25.148.
2 = στρύχνον ὑπνωτικόν, Dsc.4.75.7, Plin.HN21.180.
3 a plant used in philtres, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μώριος — μώριος, ἡ (Α) [μωρός] μτγν. 1. το φυτό μανδραγόρας 2. το φυτό στρύχνον το υπνωτικόν 3. (κατά τον Ησύχ.) «πόα τις. ᾗ πρὸς φίλτρα χρῶνται», φυτό, βότανο που χρησιμοποιούν για μάγια …   Dictionary of Greek

  • μωρίου — μώριος fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μωρίων — μώριος fem gen pl μωρίων fool masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μώριον — μώριος fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • МОРИОС —    • Morius,          Μώριος или Molus, Μόλος, небольшой южный приток беотийского Кефиса, берущий начало у подошвы горы Фурия, близ Херонеи. Plut. Sull. 17. 19 …   Реальный словарь классических древностей

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”